- ζωστρον
- ζῶστροντό пояс Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζώστρον — ζώστρον, τὸ (Α) [ζώννυμι] ζώνη, ζωστήρας … Dictionary of Greek
ζῶστρα — ζῶστρον belt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek